- δεητικός
- δεητικός, bittend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
δεητικός — disposed to ask masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεητικός — ή, ό (AM δεητικός, ή, όν) παρακλητικός, ικετευτικός («δεητική φωνή») νεοελλ. μσν. επίρρ. δεητικά (Μ δεητικῶς) με παρακάλια, ικετευτικά μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ δεητικόν δέηση, ικεσία αρχ. ο διατεθειμένος να ζητήσει κάτι ή να παρακαλέσει για κάτι·… … Dictionary of Greek
δεητικός — ή, ό επίρρ. ά ο ικετευτικός, ο παρακλητικός: Το παιδί κοίταξε τη μητέρα του στα μάτια δεητικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεητικά — δεητικός disposed to ask neut nom/voc/acc pl δεητικά̱ , δεητικός disposed to ask fem nom/voc/acc dual δεητικά̱ , δεητικός disposed to ask fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεητικόν — δεητικός disposed to ask masc acc sg δεητικός disposed to ask neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεητικοῖς — δεητικός disposed to ask masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεητικοῦ — δεητικός disposed to ask masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεητικούς — δεητικός disposed to ask masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεητική — δεητικός disposed to ask fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεητικήν — δεητικός disposed to ask fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεητικῶς — δεητικός disposed to ask adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)